Κοινωνικό Άγχος. Συμπτώματα διαταραχής και αντιμετώπιση

Η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους, γνωστή επίσης και ως κοινωνική φοβία, χαρακτηρίζεται από το φόβο που διακατέχει το άτομο και ως εκ’ τούτου την αποφυγή καταστάσεων, κατά τις οποίες το άτομο αισθάνεται ότι θα λάβει αρνητική κριτική και απόρριψη ή ταπείνωση (ενώπιον ακροατηρίου ή στη διάρκεια συμμετοχής του σε κοινωνικές εκδηλώσεις). Το δυσάρεστο και ανυπόφορο αίσθημα φόβου αναγκάζει τον ασθενή να υιοθετήσει κάποια σχήματα αποφευκτικής συμπεριφοράς. Σε περιπτώσεις που η αποφυγή των συνθηκών που συνδέονται με την κοινωνική φοβία είναι αδύνατη, ο ασθενής υποφέρει και αισθάνεται αφόρητο άγχος, που δύναται να εξελιχθεί σε κρίση πανικού. Το άτομο φοβάται ότι θα ενεργήσει με ταπεινωτικό τρόπο, ή με αμηχανία και ότι θα δείξει συμπτώματα άγχους και ως εκ τούτου απορριφθεί ή γελοιοποιηθεί από τον κοινωνικό του περίγυρο.

Η αιτία της κοινωνικής φοβίας είναι δυνατόν να προσδιοριστεί από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Μπορεί να οφείλεται είτε σε ένα τραυματικό γεγονός, είτε να έχει επηρεαστεί από μια διαδικασία μάθησης από ένα πρότυπο. Η ψυχαναλυτική θεωρία αναφέρει ότι οι φοβίες έχουν αίτιο τις άλυτες συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας και το γενικευμένο άγχος εξόντωσης του Εγώ από το αντικείμενο του φόβου.

Τι είναι η κοινωνική φοβία;

Η κοινωνική φοβία είναι η τρίτη πιο κοινή ψυχική διαταραχή στους ενήλικες του γενικού πληθυσμού και έχει έναν ισόβιο επιπολασμό τουλάχιστον 5%. Η επικράτηση της διαταραχής στις γυναίκες, συγκριτικά με τους άνδρες, είναι 3:2. Παρόλο που η διαταραχή είναι κοινή, η κοινωνική φοβία συχνά δεν διαγιγνώσκεται με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Η κοινωνική φοβία συνήθως οδηγεί στην αποφυγή καταστάσεων όπως η δημόσια ή ομαδική ομιλία, οι συναντήσεις, η συμμετοχή σε κέντρα εστίασης σε δημόσιους χώρους, η εργασία ή η γραφή ενώ το άτομο περιβάλλεται από άλλους ανθρώπους, οι τηλεφωνικές κλήσεις και η οικειότητα (Veale, 2003).

Το στατιστικό και διαγνωστικό εγχειρίδιο (DSM-V) αναφέρει ότι ο επίμονος φόβος, το άγχος και η αποφυγή πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον έξι μήνες, καθώς επίσης η διαταραχή να μην είναι αποτέλεσμα δράσης μιας ουσίας ή άλλης ιατρικής καταστάσεως και αν μια άλλη ιατρική κατάσταση είναι παρούσα, ο φόβος, το άγχος και η αποφυγή να είναι ασύνδετη ή δυσανάλογη με την ιατρική κατάσταση. Τέλος η κοινωνική φοβία δεν πρέπει να εξηγείται καλύτερα από μια άλλη ψυχική διαταραχή και φυσικά νοείται ως διαταραχή όταν επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την λειτουργικότητα του ατόμου (σε επαγγελματικούς ,κοινωνικούς τομείς).

Χαρακτηριστικά της κοινωνικής φοβίας 

Αυτό που αποτελεί ένα από τα βασικά κλινικά χαρακτηριστικά το οποίο ξεχωρίζει στους ανθρώπους που πάσχουν από κοινωνική φοβία σε σχέση με άλλες διαταραχές άγχους, είναι οι γνωστικές τους διεργασίες, δηλαδή ο τρόπος που σκέφτονται, ειδικότερα ο φόβος ότι θα ντροπιαστούν, θα γελοιοποιηθούν, θα ταπεινωθούν και ότι θα επικριθούν αρνητικά από άλλους. Τα άτομα με κοινωνικό άγχος θεωρούν την αλληλεπίδραση τους με άγνωστα άτομα και καταστάσεις ως μια τρομακτική εμπειρία, ακόμη και ευχάριστες εκδηλώσεις, όπως ένα γαμήλιο γλέντι ή ένα πάρτι μπορεί να προκαλέσουν φόβο και άγχος. Σκέψεις όπως ότι θα μιλήσουν αδέξια ή δεν θα πουν το σωστό ή ότι θα παρουσιάσουν συμπτώματα άγχους (εφίδρωση, κοκκίνισμα) ότι θα τρέμουν και μια σειρά άλλων γνωστικών στρεβλώσεων, συχνά συνοδεύουν τα άτομα με κοινωνική φοβία. Η συχνότερη συμπεριφορά την οποία υιοθετούν είναι η αποφυγή, αναβλητικότητα και η διάσπαση προσοχής, συμπεριφορές που προσωρινά μπορεί να επιφέρουν ανακούφιση αλλά μακροπρόθεσμα διατηρούν το πρόβλημα.

Παρέμβαση και αντιμετώπιση

Όπως και οι περισσότερες διαταραχές άγχους έτσι και η κοινωνική φοβία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, είτε μέσω της ψυχοθεραπείας ή της φαρμακοθεραπείας ή ενός συνδυασμού των δύο. Το είδος θεραπείας το οποίο φαίνεται να έχει τα πιο άμεσα και γρήγορα αποτελέσματά είναι η γνωσιακή-συμπεριφορική. Η γνωσιακή- συμπεριφορική  θεραπεία συνήθως αποτελείται από δώδεκα εβδομαδιαίες συνεδρίες όπου στη γνωστική συνιστώσα της θεραπείας ο ασθενής μαθαίνει να αναγνωρίζει  και στη συνέχεια να αξιολογεί και να αλλάζει τις αρνητικές σκέψεις του, ενώ στο συμπεριφορικό κομμάτι ο ασθενής εξοικειώνεται με τις καταστάσεις που του προκαλούν κοινωνικό άγχος και φόβο μαθαίνοντας να ελέγχει παράλληλα και τις σωματικές εκφάνσεις τους.

Ωστόσο, μια πιο εκτενής και μακρά θεραπεία, όπως η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή να ερμηνεύσει συνολικά την εμπειρία του κοινωνικού άγχους, να κατανοήσει καλύτερα τους αιτιολογικούς παράγοντες και μέσω της θεραπευτικής σχέσης που χτίζει με τον ψυχοθεραπευτή να μπορέσει να επιλύσει και βελτιώσει τις συνέπειες που η κοινωνική φοβία επιφέρει στην εικόνα του εαυτού του και τον τρόπο που σχετίζεται με τους άλλους.

Πηγές:

Veale, D. (2003). Treatment of social phobia. Advances in Psychiatric Treatment, 9(4), 258-264. doi:10.1192/apt.9.4.258